«Απομυθοποιώντας» την ψυχοθεραπευτική διαδικασία

Συχνά η απόφαση να μπει κανείς σε ατομική ψυχοθεραπεία «μπλοκάρεται» από μία λανθασμένη αντίληψη για το τι είναι αυτή η διαδικασία. Με τις ερωτήσεις και απαντήσεις που ακολουθούν προσπαθούμε να «απομυθοποιήσουμε» την ψυχοθεραπεία και να σας βοηθήσουμε να το αποφασίσετε.

Και τι θα μου «πει» ο ψυχολόγος...

Ο/Η ψυχολόγος δεν «λέει» κάτι για να λύσει το πρόβλημα, δεν δίνει συνταγές ή συμβουλές. Σύμφωνα με την Μαλικιώση – Λοίζου (2011), « ο όρος “Συμβουλευτική” προέρχεται ετυμολογικά από την πρόθεση συν (με, μαζί) και το ουσιαστικό βουλή (σκέψη, απόφαση) ή το ρήμα βουλεύομαι (σκέφτομαι, κάνω σχέδια ή αποφασίζω μετά από σύσκεψη με κάποιο άλλο πρόσωπο, δηλαδή συσκέπτομαι) (Μπαμπινιώτης, 2002). Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει οποιαδήποτε διαδικασία κατά την οποία ένα άτομο βοηθιέται μέσα από τη συζήτηση να ξεκαθαρίσει σκέψεις και συναισθήματα, να ξεπεράσει δυσκολίες, και να μάθει περισσότερα για τον εαυτό του.» ( Μαλικιώση – Λοΐζου, 2011 σελ. 267).

Η επίσκεψη σε έναν Συμβουλευτικό Ψυχολόγο διαφέρει άρα από την επίσκεψη στον γιατρό. Στον γιατρό, εκθέτεις τα συμπτώματα που παρουσιάζει το σώμα σου, γίνεται έλεγχος και διάγνωση και ορίζεται συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή. Στον ψυχολόγο, διηγείσαι τις συναισθηματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζεις, μιλάς για προβλήματα στις σχέσεις σου, για συμπτώματα στο σώμα σου και ο Ψυχολόγος σε βοηθά να εξερευνήσεις την αιτία, τι τα προκαλεί και τι τα ενδυναμώνει, να βρεις σε ποιες στιγμές και υπό ποιες συνθήκες είσαι καλά και πώς μπορείς αυτές τις συνθήκες και αυτούς τους ανθρώπους να τα ενισχύσεις, μέσα σου και γύρω σου.

Η ψυχοθεραπευτική διαδικασία δεν είναι γραμμική: σύμπτωμα – θεραπεία, αλλά κυκλική, το σύμπτωμα οδηγεί σε εξερεύνηση και οι λύσεις προκύπτουν με συνεργασία του ψυχολόγου με τον θεραπευόμενο.

Γιατί να πάω σε ψυχολόγο εφόσον έχω φίλους και κουβεντιάζω;

Οι φίλοι είναι πράγματι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ψυχικής υγείας. Έρευνες δείχνουν ότι η ύπαρξη καλών φίλων στη ζωή μας συμβάλει τα μέγιστα στην ευεξία μας (Demir, Simsek, & Procsal, 2012). Παρολαυτά, ο/η ψυχολόγος δεν αντικαθιστά τους φίλους σε καμία περίπτωση.

Ένας ψυχοθεραπευτής «ακούει» με τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ ότι ο φίλος. Είναι εκπαιδευμένος σε τεχνικές επικοινωνίας και ενεργητικής ακρόασης που «οδηγούν» σε πολύ πιο ουσιαστική και βαθιά κατανόηση του εαυτού. Στόχος δεν είναι να «πάμε πίσω στα παιδικά μας χρόνια». Στόχος είναι να κατανοήσουμε τι πραγματικά συμβαίνει «πίσω από» αυτό που συμβαίνει, για να μπορέσουμε να το λύσουμε, να το «θεραπεύσουμε».

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη διαφορά φίλου τον ψυχολόγος/ψυχοθεραπευτή ας δούμε ένα παράδειγμα. Μπορεί κάποιος/κάποια να ταλαιπωρείται από ημικρανίες που δεν έχουν ιατρική εξήγηση. Ο φίλος θα ακούσει για την κούραση από τον πόνο,για τις ιατρικές εξετάσεις, θα βοηθήσει σε πρακτικά θέματα τη στιγμή της ασθένειας. Ο/η ψυχολόγος θα εξερευνήσει πότε και υπό ποιες συνθήκες έρχεται η ημικρανία αλλά επίσης θα βοηθήσει το άτομο να αναστοχαστεί συνολικά για τη ζωή του ώστε η ημικρανία ως σύμπτωμα, ως ένα «καμπανάκι» ότι κάτι δεν πάει καλά, να μην χρειάζεται πια.

Η πρώτη συνάντηση

Στην πρώτη συνάντηση ψυχολόγος και θεραπευόμενος κουβεντιάζουν ελεύθερα για οτιδήποτε απασχολεί το άτομο. Ο ψυχολόγος, με κατάλληλες ερωτήσεις, βοηθάει τον άνθρωπο με τον οποίο συνεργάζεται να εκφραστεί ελεύθερα και να απαντήσει στο κύριο ερώτημα: «Τι σας έφερε εδώ σήμερα;»

Μετά την πρώτη συνάντηση, η Άννυ συνήθως σας προτείνει να «πάρετε το χρόνο» σας για να αξιοποιήσετε αυτή την εμπειρία μέσα σας και στη συνέχεια, όποτε και αν θέλετε να τηλεφωνήσετε ξανά για το επόμενο ραντεβού που θα σημάνει την έναρξη μίας ψυχοθεραπευτικής συνεργασίας.

Πόσο χρόνο και πόσο συχνά θα πρέπει να έρχομαι στον Ψυχολόγο;

Η διάρκεια της ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης ποικίλει ανάλογα με το άτομο, τα ζητήματα που φέρνει, τις ανάγκες του και μπορεί να ποικίλει από λίγες συνεδρίες έως 2-3 χρόνια. Η εμπειρία έχει δείξει ότι μία φορά την εβδομάδα για 50 – 60 λεπτά είναι η καλύτερη συχνότητα ώστε να υπάρχει αφενός αρκετό διάστημα από τη μία συνεδρία στην άλλη για αναστοχασμό και νέο υλικό αλλά και να μην είναι πολύ «μακριά» ώστε να χάνεται η σύνδεση με τη διαδικασία, καθώς και των δύο ανθρώπων, θεραπευτή και θεραπευόμενου, μεταξύ τους.