Ψυχοθεραπευτική Προσέγγιση Έρεισμα για Παιδιά και Εφήβους
Το να μπορούν τα παιδιά να εκδραμματίζουν στο παιχνίδι τους καθημερινές εμπειρίες και συναισθήματα είναι η πιο φυσική, δυναμική και βοηθητική διαδικασία στην οποία μπορούν να εμπλακούν.
Gary Landreth, The art of the relationship, σελ. 13
Στο Έρεισμα η θεραπευτική προσέγγιση που ακολουθούμε ως προς τη θεραπευτική υποστήριξη παιδιών και εφήβων είναι εκλεκτική και αντλεί από την προσωποκεντρική προσέγγιση, την ψυχοδυναμική προσέγγιση, τη συστημική προσέγγιση και την αναπτυξιακή ψυχολογία. Παραδοσιακά, οι θεραπευτές εκπαιδεύονταν σε μια μόνο θεραπευτική προσέγγιση, όμως τα τελευταία χρόνια ένας συνδυασμός παραμέτρων οδήγησαν σε εκπαιδεύσεις οι οποίες αντλούν από περισσότερες από μία θεραπευτικές προσεγγίσεις, απαντώντας σε μια ανάγκη που οι θεραπευτές, μέσα από τη επαφή με τους πελάτες τους, καλούνταν να ανταποκριθούν.
Στο Έρεισμα το παιχνίδι σαν εργαλείο και τρόπος έκφρασης του παιδιού βρίσκεται στο επίκεντρο, σε συνδυασμό με την δημιουργία μιας θερμής και ασφαλούς σχέσης με το θεραπευτή.
Αντλώντας από την προσωποκεντρική προσέγγιση, πρεσβεύουμε την έμφυτη ικανότητα του παιδιού και του εφήβου να επιλύει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει μέσα απο τη σταθερή και ασφαλή σχέση που αναπτύσει με το θεραπευτή του (Geldard και Geldard, 2011). Ο θεραπευτής με τη στάση του, που χαρακτηρίζεται από ενσυναίσθηση, ανευ όρων αποδοχή και αυθεντικότητα υποστηρίζει το παιδί/ τον έφηβο σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και δημιουργεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορεί να επεξεργαστεί, με την ασφάλεια και τη δημιουργικότητα που παρέχει το παιχνίδι,τις δυσκολίες του, να δώσει φωνή στις ανάγκες του, να εκφράσει τα συναισθήματα του, να δοκιμάσει εναλλακτικές.
Η ψυχαναλυτική προσέγγιση στη θεραπεία των παιδιών/ εφήβων αντλεί από το ψυχαναλυτικό μοντέλο που ανέπτυξε ο Sigmund Freud και στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις παρατηρήσεις του Freud για τις ασυνείδητες διεργασίες και τους μηχανισμούς άμυνας που χρησιμοποιούν οι ενήλικοι. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική προσέγγιση στα παιδιά και τους εφήβους, όπως και στους ενήλικες, πίσω από κάθε εκδήλωση στρες, η οποία ενδεχόμενα προκαλεί άγχος ή εσωτερική σύγκρουση, αντιπαλεύουν οι εσωτερικές ανάγκες του παιδιού και οι επιταγές του περιβάλλοντος. Ο ρόλος του θεραπευτή εστιάζεται στο να υποστηρίξει το παιδί/ τον έφηβο να κατανοήσει αυτή τη διαμάχη, να υπερβεί τα εμπόδια που συναντά στο δρόμο προς την ανάπτυξη και την ωριμότητα και να επιτευχθεί η επιθυμητή ισορροπία.
Ενώ λοιπόν η προσωποκεντρική προσέγγιση προβάλλει τη σημασία μιας ζεστής και ένθερμης σχέση και προκρίνει την εσωτερική ικανότητα του παιδιού/ του εφήβου να επιλύσει τις δυσκολίες του και να ανταποκριθεί στις ανάγκες του, η ψυχαναλυτική προσέγγιση φωτίζει τη σημασία ασυνείδητων εσωτερικών συγκρούσεων και μηχανισμών, η συστημική προσέγγιση από την άλλη «βλέπει» το παιδί/ τον έφηβο ως μέρος των επιμέρους συστημάτων στα οποία ανήκει, όπως η οικογένεια του, το σχολικό περιβάλλον, το φιλικό περιβάλλον. Μέσα από αυτή την οπτική αναδυκνείεται η πολυπλοκότητα των σχέσεων στις οποίες το παιδί/ ο έφηβος εμπλέκεται και η επίδραση που έχουν στην ανάπτυξη τους και στους ρόλους τους οποίους υιοθετεί.
Η θεραπευτική μας προσέγγιση με τα παιδιά/ τους εφήβους δεν θα μπορούσε να μην αντλεί και από το πεδίο της αναπτυξιακής ψυχολογίας. Η αναπτυξιακή διαδικασία των παιδιών είναι πολύπλοκη και απόλυτα εξατομικευμένη. Γενικές αρχές φυσικά διέπουν την αναπτυξιακή πορεία που διαγράφει κάθε παιδί αλλά απαραίτητο κομμάτι της θεραπευτικής δουλειάς με τα παιδιά συνιστά η αναγνώριση των αναπτυξιακών αναγκών, δυνατοτήτων και δυσκολιών του κάθε παιδιού/ εφήβου ατομικά.
Ανάλογα με την παρουσιαζόμενη δυσκολία, τις δυνατότητες το προσωπικό στυλ του παιδιού/ εφήβου με το οποίο δουλεύουμε αντλούμε πλουραλιστικά από τη θεωρία και ενημερώνουμε τη θεραπευτική μας σκέψη. Οδηγό, λοιπόν συνιστά όχι η δική μας θεραπευτική προσέγγιση αλλά το αίτημα και οι ανάγκες του παιδιού που έχουμε απέναντι μας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Lanyado (2003), ένας θεραπευτής παιδιών που δουλεύει με γνώμονα περισσότερες από μια προσεγγίσεις, είναι σα να κουβαλά πάντα μαζί του ένα «σακίδιο με εργαλεία», εργαλεία τα οποία χρησιμοποιεί ανάλογα σε κάθε περίσταση που προκύπτει στη θεραπεία με το παιδί που έχει απέναντι του.
Ως εκ τούτου, πως δουλεύουμε με παιδιά και εφήβους στο Έρεισμα;
Το παιχνίδι των παιδιών δεν είναι απλά διασκέδαση, είναι γεμάτο νόημα και μηνύματα.
Friedrick Froebel
Σε μια πρώτη συνάντηση με τους γονείς, ακούμε με προσοχή τους λόγους που τους οδήγησαν να ζητήσουν υποστήριξη από το κέντρο μας, τις ανάγκες και τα αιτήματα τους. Παράλληλα, στην πρώτη αυτή συνάντηση συλλέγουμε όλες τις πληροφορίες που μας είναι χρήσιμες ώστε να κατανοήσουμε το παιδί/ έφηβο και τις ανάγκες του όσο το δυνατόν καλύτερα. Στη συνέχεια, οργανώνεται μια δεύτερη συνάντηση, συνάντηση αξιολόγησης με το παιδί/ έφηβο, όπου αφενός εφαρμόζουμε σταθμισμένα ψυχομετρικά εργαλεία (αναπτυξιακή αξιολόγηση και αξιολόγηση δυνατοτήτων και δυσκολιών), αφετέρου ακούμε τις ανάγκες και τους στόχους του ίδιου του παιδιού. Ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται και η επικοινωνία με το εκπαιδευτικό περιβάλλον του παιδιού/ εφήβου, εφόσον όχι μόνο στο σχολείο περνά μεγάλο μέρος της ημέρας του αλλά και κάποιες δυσκολίες έχουν κύριο χώρο έκφρασης το εκπαιδευτικό περιβάλλον. Αφού ολοκληρωθούν τόσο η συνάντηση με τους γονείς, όσο και η συνάντηση με τους γονείς, ορίζεται μια νέα συνάντηση με τους γονείς (3η συνάντηση) όπου συζητούνται τόσο οι δικές μας παρατηρήσεις, όσο και ο προτεινόμενος τρόπος παρέμβασης.
Στο Έρεισμα, με οδηγό τις πιο σύγχρονες μεθόδους στη θεραπευτική υποστήριξη παιδιών/ εφήβων, σε συνεργασία με το παιδί/ έφηβο και με βοηθό και συμπαραστάτη του γονείς, αντιμετωπίζουμε κάθε δυσκολία υπεύθυνα και μεθοδευμένα.